διαφυλάγω

διαφυλάγω
διαφυλάγω και διαφυλάσσω διαφύλαξα, διαφυλάχτηκα, διαφυλαγμένος, διατηρώ κάτι προσεχτικά και ακέραιο: Διαφύλαξα όλα τα εργόχειρα της μητέρας μου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαντενιάζω — (Μ) 1. προστατεύω 2. υποστηρίζω, βοηθώ, ενισχύω 3. υπηρετώ 4. υπερασπίζω μια άποψη, επιμένω σε κάτι 5. διατηρώ, διαφυλάγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προβηγκ. mantenir] …   Dictionary of Greek

  • σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”