- διαφυλάγω
- διαφυλάγω και διαφυλάσσω διαφύλαξα, διαφυλάχτηκα, διαφυλαγμένος, διατηρώ κάτι προσεχτικά και ακέραιο: Διαφύλαξα όλα τα εργόχειρα της μητέρας μου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.